
Γράφει ο ιατρός κ. Αργύριος Ρούντης,
Μαιευτήρας-Χειρουργός Γυναικολόγος, MD, MSc
Ως σακχαρώδης διαβήτης κύησης ορίζεται ο τύπος διαβήτη που εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Ο διαβήτης κύησης εμφανίζεται όταν ο οργανισμός της εγκύου αδυνατεί να παράγει ικανοποιητική ποσότητα ινσουλίνης προκειμένου να αντισταθμίσει την μειωμένη ευαισθησία (αντίσταση) που εμφανίζουν οι μητρικοί ιστοί στην ινσουλίνη κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη υπεργλυκαιμίας στην έγκυο.
Παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη κύησης αποτελούν:
-
H παχυσαρκία
-
Το οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2
-
Το ιστορικό διαβήτη κύησης σε προηγούμενη εγκυμοσύνη
-
Η γέννηση μακροσωμικού εμβρύου (>4000 gr) σε προηγούμενη εγκυμοσύνη
-
Το ατομικό ιστορικό υπέρτασης, υπερχοληστερολαιμίας και πολυκυστικών ωοθηκών.
Ο πληθυσμιακός έλεγχος (screening) για τον σακχαρώδη διαβήτη κύησης γίνεται μεταξύ της 24ης και 28ης εβδομάδας της κύησης με την δοκιμασία ανοχής στην γλυκόζη (καμπύλη σακχάρου).
Η καμπύλη σακχάρου πραγματοποιείται με την ασθενή νηστική από το προηγούμενο βράδυ. Το πρωί της εξέτασης η έγκυος υποβάλλεται σε τρείς αιμοληψίες:
-
Αρχικά λαμβάνεται δείγμα αίματος για τη μέτρηση της γλυκόζης νηστείας
-
Η αιμοληψία επαναλαμβάνεται 1 και 2 ώρες μετά την κατανάλωση διαλύματος γλυκόζης 75 gr
Φυσιολογικές τιμές για την καμπύλη σακχάρου θεωρούνται οι εξής:
-
Σάκχαρο νηστείας <92 mg/dL
-
Σάκχαρο 1ης ώρας <180 mg/dL
-
Σάκχαρο 2ης ώρας <153 mg/dL
Εάν έστω και μία από τις άνωθεν τιμές είναι παθολογική, δηλαδή πάνω από τα προαναφερθέντα όρια, τότε μπαίνει η διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη κύησης.
Οι περισσότερες γυναίκες που εμφανίζουν σακχαρώδη διαβήτη κύησης έχουν ομαλά εξελισσόμενες εγκυμοσύνες με υγιή μωρά εφόσον επιτευχθεί ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα τους.
Εάν όμως τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα παραμείνουν υψηλά, υπάρχει ο κίνδυνος ανάπτυξης επιπλοκών οι οποίες αφορούν τόσο την μητέρα όσο και το έμβρυο και περιλαμβάνουν τις εξής:
-
Για το έμβρυο:
- Μακροσωμία η οποία μπορεί να οδηγήσει σε καισαρική τομή
- Δυστοκία ώμων κατά τον τοκετό
- Νεογνική υπογλυκαιμία
- Νεογνικός ίκτερος
- Εμβρυϊκός θάνατος
-
Για τη μητέρα:
- Προεκλαμψία
- Αυξημένη πιθανότητα για καισαρική τομή
- Αυξημένος κίνδυνος για ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μετά τον τοκετό
Οι γυναίκες που διαγιγνώσκονται με σακχαρώδη διαβήτη κυήσεως χρήζουν στενότερης παρακολούθησης από μαιευτήρα-γυναικολόγο σε συνεργασία με ενδοκρινολόγο ειδικό στο διαβήτη κύησης.
Η αρχική αντιμετώπιση περιλαμβάνει οδηγίες σχετικά με την μέτρηση και την παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα και προσπάθεια ελέγχου του διαβήτη με σωματική άσκηση και ειδική δίαιτα.
Εάν δεν επιτευχθεί έλεγχος του διαβήτη παρά την άσκηση και την δίαιτα, το επόμενο βήμα είναι η φαρμακευτική αντιμετώπιση με ενέσεις ινσουλίνης βάσει οδηγιών ενδοκρινολόγου.
Η παρακολούθηση του εμβρύου θα πρέπει να είναι συχνότερη με υπερηχογραφήματα ανάπτυξης για έλεγχο του ρυθμού αύξησης του εμβρύου και της ποσότητας του αμνιακού υγρού, συνήθως από τις 28 εβδομάδες, εφόσον έχει επιτευχθεί επαρκής έλεγχος των επιπέδων σακχάρου στο άιμα.
Το είδος και ο χρόνος του τοκετού εξατομικεύεται και εξαρτάται από το εάν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα είναι ρυθμισμένα ή όχι, από το εάν η έγκυος βρίσκεται υπό δίαιτα ή υπό ινσουλίνη, καθώς και από το υπερηχογραφικά υπολογιζόμενο βάρος του εμβρύου.
Ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης στην πλειονότητα των περιπτώσεων εξαφανίζεται μετά τον τοκετό και γίνεται διακοπή της ινσουλίνης σε όσες γυναίκες βρίσκονται σε φαρμακευτική αγωγή.
Συστήνεται διεξαγωγή δοκιμασίας ανοχής στην γλυκόζη (καμπύλη σακχάρου 75 gr) 4 έως 12 εβδομάδες μετά τον τοκετό σε όλες τις γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη κύησης και επανέλεγχος κάθε 1-3 έτη , λόγω του αυξημένου κινδύνου που έχουν οι γυναίκες αυτές για ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.